Ο υπερωιοφαρυγγικός μηχανισμός είναι ένα περίπλοκο σύμπλεγμα
δομών και απαιτεί τη συνεργασία αρκετών υποσυστημάτων για την
λειτουργία του. Τυχόν βλάβες του προκαλούν μεταξύ άλλων τις διαταραχές
αντήχησης οι οποίες επηρεάζουν πολλές πτυχές της παραγωγής της ομιλίας.
Σκοπός της παρούσας έρευνας, είναι η πιλοτική εφαρμογή δύο πρωτοκόλλων
για την άτυπη αξιολόγηση της αντήχησης σε τυπικό πληθυσμό ηλικίας 8-10
ετών, με στόχο την εξαγωγή κανονιστικών δεδομένων βασισμένων στον
ελληνικό πληθυσμό.
Μεθοδολογία: Μετά από σχετική έρευνα επιλέχθηκε το συγκεκριμένο
εργαλείο, ήδη σταθμισμένο στα ελληνικά δεδομένα, το οποίο στη συνέχεια
χορηγήθηκε σε ένα σύνολο 126 παιδιών (67 αγόρια και 59 κορίτσια) τυπικής
ανάπτυξης ηλικίας 8 έως 10 ετών.
Αποτελέσματα: Οι συγκρίσεις έγιναν μεταξύ των δύο φύλων και έδειξαν
σχεδόν αναμενόμενες διαφορές. Η αξιοπιστία του χορηγούμενου εργαλείου
ήταν ιδιαίτερα υψηλή (a-Cronbach > 0.800) και η εσωτερική συνοχή ήταν
ισχυρή.
Συζήτηση: Τα δύο φύλα δεν παρουσιάζουν στατιστικά σημαντικές διαφορές
και οι τιμές τους στις αξιολογούμενες παραμέτρους εμφανίζουν μεγάλη
ομοιότητα. Παρόλα αυτά οι αναλύσεις του δείγματος δείχνουν ότι τα αγόρια
εμφανίζουν υψηλότερες τιμές όσον αφορά το συνολικό σκορ και στις
κατηγορίες υπερρινικότητα, υπορινικότητα και ρινική διαφυγή. Στην
κατηγορία της απορινικοποίησης, της cul-de sac και της μικτής ρινικότητας και
τα δύο φύλα σημειώνουν ταυτόσημες τιμές.
Συμπεράσματα: Από την πιλοτική εφαρμογή των δύο πρωτοκόλλων
καταλήγουμε ότι το παρόν εργαλείο μπορεί να θεωρηθεί χρήσιμο τόσο από
επαγγελματίες λογοθεραπείας όσο και από ειδικούς άλλων επιστημονικών
πεδίων στον τομέα της αξιολόγησης καθώς και στο σχεδιασμό θεραπευτικών
πλάνων των ασθενών, ενώ αναγκαία κρίνεται η μετέπειτα εγκυροποίηση και
διερεύνηση των αποτελεσμάτων της έρευνας.
ix
ABSTRACT
Purpose: The velopharyngeal mechanism is a complicated complex of structures
requiring the cooperation of several subsystems to operate. Damage in the
velopharyngeal mechanism causes, among other things, resonance disorders that
affect many aspects of speech production. The purpose of this survey, is the pilot
application of two protocols for the informal evaluation of resonance in a typical
population aged 8-10 years, with the aim of extracting normative data based on
the Greek population.
Methodology: After a literature review, the already standardized tool was
selected, which was subsequently administered to a total of 126 children (67 men,
59 women) of typical development aged 8 to 10 years.
Results: Comparisons were made between sample according to gender and
showed almost expected differences. The reliability of the administered tool was
particularly high (a-Cronbach>0.800) and internal coherence was strong.
Discussion: The two sexes do not show statistically significant differences and
their scores in the categories assessed demonstrate great similarity. However,
analyses of the sample show that men have higher scores in terms of overall score
and also in the categories of hypernasality, hyponasality and in the parameter of
nasal escape. In the categories of denasality, cul-de-sac and mixed nasality, both
sexes have identical values.
Conclusions: From the pilot application of the two protocols we conclude that this
tool can be considered useful by both speech therapy professionals and experts
from other scientific fields in the aspect of evaluation as well as in the design of
therapeutic plans for patients although, it is necessary to subsequently validate
and investigate the results of research